καραβίνα

καραβίνα
η
η καραμπίνα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καραμπίνα, καθ' υπεραστισμό (hyperurbanismus), πρβλ. μοδέρνος < μοντέρνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καραβινιέρος — ο ο καραμπινιέρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καραμπινιέρος βλ. καραβίνα] …   Dictionary of Greek

  • καραβινοφόρος — ὁ ο καραμπινοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Μ. Στ. Μαλαία. Βλ. καραβίνα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”